Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

αισθάνομαι (αναλαμβάνω την)

См. также в других словарях:

  • νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν …   Dictionary of Greek

  • επαισθάνομαι — ἐπαισθάνομαι (AM) αισθάνομαι καλά με τις αισθήσεις και κυρίως με την ακοή, ακούω (α. «τίνος φωνῆς ἐπησθόμην;» Σοφ. β. «τῶν μύρων ἐπαισθόμεναι») αρχ. 1. αισθάνομαι, αντιλαμβάνομαι («ζηλοῡν ἔχω, ὁθούνεκ οὐδέν τῶν δ ἐπαισθάνει κακῶν», Σοφ.) 2. (απολ …   Dictionary of Greek

  • εκλαμβάνω — (AM ἐκλαμβάνω) αντιλαμβάνομαι, εννοώ ή ερμηνεύω κάτι με κάποιον τρόπο ή έννοια («τόν εξέλαβε ως κακοποιό», «η υποχωρητικότητα εκλαμβάνεται ως αδυναμία») μσν. 1. προβάλλω ένσταση 2. αισθάνομαι 3. νοικιάζω αρχ. 1. παίρνω κάτι από κάποιον 2. αρπάζω… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»