-
1 ευθύνη
η ответственность, ответ;ποινική ευθύνη — уголовная ответственность;
διοικητική ευθύνη — административная ответственность;
ευθύνη του δημοσίου — государственная ответственность;
φέρω ( — или έχω) ευθύνη — нести ответственность;
αισθάνομαι (αναλαμβάνω την) ευθύνη — чувствовать (брать на себя) ответственность;
αναλαμβάνω υπ' ευθύνην μου κάτι... — брать под свою ответственность;
ζητώ ευθύνες — требовать ответа (за что-л.);
αποδίδω σε κάποιον την ευθύνη — возлагать на кого-л. ответственность
См. также в других словарях:
νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν … Dictionary of Greek
επαισθάνομαι — ἐπαισθάνομαι (AM) αισθάνομαι καλά με τις αισθήσεις και κυρίως με την ακοή, ακούω (α. «τίνος φωνῆς ἐπησθόμην;» Σοφ. β. «τῶν μύρων ἐπαισθόμεναι») αρχ. 1. αισθάνομαι, αντιλαμβάνομαι («ζηλοῡν ἔχω, ὁθούνεκ οὐδέν τῶν δ ἐπαισθάνει κακῶν», Σοφ.) 2. (απολ … Dictionary of Greek
εκλαμβάνω — (AM ἐκλαμβάνω) αντιλαμβάνομαι, εννοώ ή ερμηνεύω κάτι με κάποιον τρόπο ή έννοια («τόν εξέλαβε ως κακοποιό», «η υποχωρητικότητα εκλαμβάνεται ως αδυναμία») μσν. 1. προβάλλω ένσταση 2. αισθάνομαι 3. νοικιάζω αρχ. 1. παίρνω κάτι από κάποιον 2. αρπάζω… … Dictionary of Greek